Ο ΕΟΡΤΑΣΜΟΣ ΚΑΙ Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΧΑΝΟΥΚΑ

Ο ΕΟΡΤΑΣΜΟΣ ΚΑΙ Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΧΑΝΟΥΚΑ

Το Χανουκά φέρνει στις μνήμες όλων μας χαρούμενες οικογενειακές συγκεντρώσεις γύρω από την αναμμένη Χανουκιγιά, παιδικά τραγούδια και παιχνίδια με τη σβούρα (σεβιβόν) αλλά και την γλυκιά γεύση των σπιτικών ζεστών λουκουμάδων (σουφγκανιότ). Η γιορτή των φώτων μας θυμίζει μια φράση που είπε κάποτε ένας σοφός Ραβίνος: «Δεν μπορείς να διώξεις το σκοτάδι με ένα ραβδί: πρέπει  αναγκαστικά ν’ ανάψεις το φώς!»  Ο μόνος τρόπος να εξαφανίσουμε το σκοτάδι, την αμάθεια, το μίσος, την απληστία και την μισαλλοδοξία από τη ψυχή σας είναι «ν’ ανάψουμε» τα φώτα της γνώσης, της ελπίδας, της αγάπης, της ελεημοσύνης και της μεγαλοψυχίας. Το άναμμα των κεριών του Χανουκά μας επιστρέφει στις ρίζες μας, φωτίζει τις ψυχές μας και διώχνει το σκοτάδι από την καθημερινή μας ζωή.

Ο ΕΟΡΤΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΧΑΝΟΥΚΑ ΣΤΙΣ ΜΕΡΕΣ ΜΑΣ

Το Χανουκά, η Γιορτή των Φώτων (Χαγκ Αουρίμ) γιορτάζεται κάθε χρόνο στις 25 του Εβραϊκού μήνα Κισλέβ και διαρκεί οκτώ ημέρες.

Στη Συναγωγή εισάγουμε ειδικούς ευχαριστήριους ύμνους στις καθημερινές προσευχές. Στο σπίτι, ανάβουμε την Χανουκιγιά, την εννιάφωτη λυχνία που είναι και το σύμβολο της γιορτής, όταν πέσει η νύχτα και μπορούμε να μετρήσουμε τρία αστέρια στον ουρανό. Για το άναμμα χρησιμοποιούμε ελαιόλαδο ή κεριά αρκετά μεγάλα ώστε να μένουν αναμμένα τουλάχιστον μισή ώρα. Αυτό συμβολίζει την θέλησή μας να φωτίσουμε το σκοτάδι που υπάρχει στον κόσμο μέχρις ότου, όπως λέει και ο Προφήτης Ησαΐας «ο κόσμος γεμίσει από την γνώση του Θεού». Όλα τα μέλη κάθε Εβραϊκής οικογένειας πρέπει να είναι παρόντα στο άναμμα της Χανουκιγιά, η οποία πρέπει να τοποθετείται ή μπροστά από ένα παράθυρο ή δίπλα στην είσοδο του σπιτιού έτσι ώστε να είναι ορατή από το δρόμο. Αυτό συμβολίζει ότι δεν πρέπει να «κρατάμε» το φώς μόνο για μάς αλλά πρέπει να το διαδίδουμε όσο πιο μακριά μπορούμε.

Την Παρασκευή το βράδυ πρέπει να ανάψουμε τα κεράκια του Χανουκά πριν τα κεριά του Σσαμπάτ. Από την ώρα που θα ανάψουμε τα κεριά του Σσαμπάτ και μέχρι να τελειώσει η τελετή της Αβνταλά, που σηματοδοτεί το τέλος του Σσαμπάτ και το ξεκίνημα μίας νέας εβδομάδας, δεν πρέπει ούτε να ξανανάψουμε την Χανουκιγιά, ούτε να την μετατοπίσουμε και ούτε να την «ετοιμάσουμε» με νέα κεριά για το άναμμα του Σαββατόβραδου.

Για το άναμμα της Χανουκιγιά, ανάβουμε πρώτα το ειδικό κερί που ονομάζεται Σσαμάσς και το χρησιμοποιούμε για ν’ ανάψουμε τα υπόλοιπα κεράκια ως εξής: το πρώτο βράδυ, θα ανάψουμε με τον Σσαμάσς ένα κεράκι που θα τοποθετήσουμε στο δεξιότερο σημείο της Χανουκιγιά όπως την βλέπουμε. Το επόμενο βράδυ, θα τοποθετήσουμε δύο κεράκια στις δύο δεξιές θέσεις της Χανουκιγιά και θα ανάψουμε με τον Σσαμάσς πρώτα το κεράκι που βρίσκεται στα αριστερά και ύστερα το κεράκι που βρίσκεται δίπλα του στην δεξιότερη θέση .
Η ίδια τελετουργία συνεχίζεται έως και το όγδοο βράδυ (ανάβουμε με τον Σσαμάσς το πρώτο κεράκι από τα αριστερά, ύστερα το διπλανό του και συνεχίζουμε έως ότου ανάψουμε τελευταίο το κεράκι που βρίσκεται στην δεξιότερη θέση της Χανουκιγιά). Ο τρόπος ανάμματος της Χανουκιγιά με την προσθήκη ενός επί πλέον κεριού καθημερινά, συμβολίζει ότι πρέπει πάντα να αυξάνουμε συνεχώς τις γνώσεις μας και τις καλές μας πράξεις (Μιτσβότ), να εμβαθύνουμε την πίστη μας στις αξίες και τις παραδόσεις της θρησκείας μας.

ΙΣΤΟΡΙΚΑ

Το ιστορικό γεγονός εξ’ αιτίας του οποίου γιορτάζουμε κάθε χρόνο το Χανουκά διαδραματίστηκε  σχεδόν πριν από είκοσι δύο αιώνες. Οι Εβραίοι είχαν επιστρέψει στο Ισραήλ μετά από την πρώτη καταστροφή του Ναού του Σολομώντα (του Μπέτ-Αμικντάσς) από τον βασιλιά Ναβουχοδονόσωρα το 586 π.χ.,  που είχε σαν συνέπεια την μακρόχρονη εξορία στην Βαβυλωνία, και είχαν ξανακτίσει τον Ιερό Ναό. Δεν απέκτησαν όμως την πλήρη ανεξαρτησία τους παραμένοντας υπό την κυριαρχία της Περσικής Αυτοκρατορίας, η οποία με τη σειρά της κατελήφθη αργότερα από τα στρατεύματα του Μεγάλου Αλεξάνδρου.

Το Ταλμούντ μας εξιστορεί ότι κατά την προέλαση του Μεγάλου Αλεξάνδρου και των στρατευμάτων του προς την κατάκτηση της Ιερουσαλήμ, μία αντιπροσωπεία των πιο ηλικιωμένων και σοφών Εβραίων με επικεφαλής τον Αρχιραββίνο Σιμόν Ατσαντίκ, ανέλαβε να συναντήσει τον στρατηλάτη για να διερευνήσει τις προθέσεις του απέναντι στον Εβραϊκό λαό. Όταν ο Μέγας Αλέξανδρος αντίκρισε τον Σιμόν Ατσαντίκ,  κατέβηκε από το άλογό του και γονάτισε μπροστά του. Ύστερα, διηγήθηκε στον έκπληκτο Αρχιραββίνο και στους συνοδούς του, ότι τις νύχτες πριν από κάθε μάχη με τους Πέρσες, έβλεπε ένα όραμα στο οποίο οι προσευχές και οι ευλογίες του Αρχιραββίνου οδηγούσαν τα στρατεύματά του σε θριαμβευτική νίκη.

Αισθανόμενος βαθιά ευγνωμοσύνη και σεβόμενος  τις  πνευματικές αξίες των Εβραίων και τους Νόμους τους, ο Μέγας Αλέξανδρος υπήρξε ένας πολύ ευγενικός και γενναιόδωρος κυβερνήτης. Ακύρωσε την επιβολή φόρων στους Εβραίους και ακόμη προσέφερε πολλές φορές ζώα στο θυσιαστήριο του Ιερού Ναού. Όμως, η πρωτάκουστη για εκείνη την βάρβαρη εποχή καλοσύνη των στρατευμάτων του και η εισαγωγή του Ελληνικού τρόπου ζωής στην καθημερινή ζωή των Εβραίων συνετέλεσε σε μία μορφή αφομοίωσης. Η Ελληνιστική αφθονία, τα ηδονιστικά έθιμα, οι παγανιστικές τελετουργίες, ο αθλητισμός, οι επιστήμες, η φιλοσοφία αλλά και η Ελληνική γλώσσα υιοθετήθηκαν από πολλούς Εβραίους, οι οποίοι άρχισαν ν’ αφιερώνουν  τον χρόνο τους στην εκμάθηση του Ελληνικού Πολιτισμού αντί στην μελέτη της Τορά, να μιλούν την Ελληνιστική Κοινή αντί Εβραϊκά και να δίνουν στα παιδιά τους ελληνικά αντί βιβλικά ονόματα.

Η ευμάρεια των Εβραίων δεν κράτησε για πολύ. Μετά τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, η απέραντη  αυτοκρατορία του μοιράστηκε στους στρατηγούς του. Μετά από ένα σκληρό πόλεμο για την κατάκτηση της εξουσίας, στον οποίο ενεπλάκησαν όλα τα έθνη της Μέσης Ανατολής, οι Εβραίοι βρέθηκαν το 175 π.χ. κάτω από την κυριαρχία της Δυναστείας των Σελευκιδών και του Σύριου βασιλιά Αντίοχου. Ο αλλαζών Αντίοχος, που δεν δίστασε να αυτοαποκαλεστεί «Ο Επιφανής»,  πίστεψε ότι η διάδοση και η υιοθέτηση του Ελληνιστικού Πολιτισμού από τους Εβραίους θα αποτελούσε το «εργαλείο» για την πλήρη αφομοίωσή τους. Κήρυξε ιερό πόλεμο εναντίον τους  εφαρμόζοντας την απαγόρευση της διατήρησης των παραδόσεών τους και την εξάσκηση των θρησκευτικών τους καθηκόντων, τις συστηματικές διώξεις και τις δολοφονίες. Το Μπέτ-Αμικντάσς συλήθηκε και λεηλατήθηκε από όλους τους θησαυρούς του.  Αποφασισμένος να εξαφανίσει το παραμικρό που θύμιζε την Εβραϊκή θρησκεία, ο Αντίοχος εγκατέστησε το άγαλμα του Δία μέσα στον Ιερό Ναό, απαγόρευσε με ποινή θανάτου την τήρηση του Σσαμπάτ και των άλλων θρησκευτικών εορτών καθώς και τις τελετές περιτομής (Μπερίτ-Μιλά). Η συνεχής καταπίεση των Εβραίων, η ιεροσυλία του Ναού  και το φάσμα της πλήρους εξαφάνισης οδήγησε μία χούφτα πιστούς να επαναστατήσουν. Η επανάσταση ξεκίνησε από το μικρό χωριό Μοντιίν, λίγα μόλις χιλιόμετρα ανατολικά της Ιερουσαλήμ. Αρχηγός της μικρής ομάδας των επαναστατών ήταν ένας ηλικιωμένος ιερέας, ο Ματατιάου Χασσμοναϊ, υποστηριζόμενος από τους πέντε γιούς του Γιεουντά, Ελιέζερ, Σίμων, Γιοχανάν & Γιονατάν. Η προσπάθεια ανατροπής του Συριακού ζυγού κράτησε πολλά χρόνια. Έχοντας να αντιμετωπίσουν πολυάριθμο και άριστα εκπαιδευμένο στρατό, οι Εβραίοι επαναστάτες ακολούθησαν την τακτική του ανταρτοπόλεμου: την ημέρα  κρύβονταν στα βουνά  και την νύχτα επιτίθονταν εναντίον του εχθρού. Μετά τον θάνατο του Ματατιάου, την συνέχιση του αγώνα ανέλαβε ο πρωτότοκος γιός του Γιεουντά,  ο οποίος χάραξε στις ασπίδες των επαναστατών τα αρχικά του βιβλικού ρητού «Μι Καμόχα Μπαελίμ Αδονάϊ» που σημαίνει «Ποιός όμοιός Σου μεταξύ των Θεών, Αδονάϊ». Τα τέσσερα Εβραϊκά γράμματα Μέμ, Κούφ, Μπέτ και Γιούντ σχηματίζουν την λέξη Μακάμπι που σημαίνει «Σφύρα» γι’ αυτό και οι επαναστάτες εκείνης της εποχής ονομάστηκαν «Μακαμπίμ» ή «Μακαβαίοι».

Μετά από την θριαμβευτική νίκη τους στο χωριό Μπέτ-Τσούρ και ύστερα από πολλά χρόνια σκληρών πολέμων, οι Μακαβαίοι κατόρθωσαν να αποτινάξουν τον ζυγό των Σύριων και να απελευθερώσουν την πατρίδα τους. Πρώτο τους μέλημα που κράτησε αρκετό καιρό ήταν ο καθαρισμός του Ιερού Ναού από τα ειδωλολατρικά αγάλματα και η  επαναλειτουργία του σύμφωνα με τις Εβραϊκές Παραδόσεις. Έχοντας καθαρίσει και απολυμάνει τον Ναό και έχοντας κτίσει ξανά το θυσιαστήριο του Κυρίου, οι Εβραίοι αποφάσισαν να γιορτάσουν την «επαναφιέρωση» της πίστης στον Θεό τους γι’ αυτό και επ’ ευκαιρία των εγκαινίων της επαναλειτουργίας του Ιερού Ναού, ονόμασαν την γιορτή αυτή Χανουκά που στα Εβραϊκά σημαίνει «αφιέρωση».

 

Για να επαναλειτουργήσει όμως ο Ναός, έπρεπε να βρεθεί μεγάλη ποσότητα από αμόλυντο αγνό ελαιόλαδο, σφραγισμένο από τον Αρχιερέα, για το άναμμα του Αιωνίου Φωτός, της Μενορά. Οι Μακαβαίοι βρήκαν στις αποθήκες του Ναού μόνο ένα μικρό κανατάκι που επαρκούσε υπό κανονικές συνθήκες για το άναμμα μίας μόνο ημέρας. Για να ετοιμάσουν νέα ποσότητα αγνού ελαιολάδου έπρεπε να περάσουν οκτώ ολόκληρες ημέρες. Το δίλημμα ήταν μεγάλο: να περίμεναν άλλες οκτώ ημέρες για να επαναλειτουργήσουν τον Ιερό Ναό ή να χρησιμοποιούσαν την μικρή ποσότητα λαδιού που είχαν βρει διακινδυνεύοντας να σβήσει η Μενορά μετά από μία ημέρα;  Τελικά, ορμώμενοι από την βαθιά τους πίστη, αποφάσισαν να ανάψουν την Μενορά και ο Θεός έκανε το θαύμα του: το μικρό κανατάκι λαδιού διήρκεσε οκτώ ολόκληρες ημέρες, όσες ακριβώς χρειάζονταν για να ετοιμάσουν μεγάλη ποσότητα από αγνό λάδι. Τον επόμενο χρόνο, οι ραβίνοι όρισαν τον παντοτινό εορτασμό του Χανουκά για οκτώ ημέρες, σε ανάμνηση του θαύματος του Θεού και της βοήθειάς Του στην διατήρηση της θρησκευτικής ταυτότητας του Εβραϊκού Λαού.

 

Αρχική Πηγή

Αν έχετε οποιαδήποτε απορία...

Μη διστάσετε να επικοινωνήσετε μαζί μας. Θα χαρούμε να ακούσουμε νέα σας!!!
Κενταύρων 29, Πλ. Εβραίων Μαρτύρων Κατοχής, 41222, Λάρισα
2410532965
Δε - Πα: 10:00πμ - 14:00μμ