Sam Saadi Lèvy

Sam Saadi Lèvy

Sam Saadi Lèvy (1870-1959)

Οι ανταποκρίσεις του από τη Λάρισα το 1897

Μεταξύ των δεκάδων ανταποκριτών που κάλυψαν τον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 συμπεριλαμβάνεται και o Sam Lèvy, ένας φημισμένος Εβραίος δημοσιογράφος στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα. Γιος [1] του Bezalel Saadi Halevy (1820-1903), ιδρυτή και εκδότη των εφημερίδων «La Época» (1875) [2] και «Journal de Salonique» (1895) [3], γεννήθηκε το 1870 στη Θεσσαλονίκη. Μετά από την αποφοίτησή του από τα σχολεία της «Alliance Israélite Universelle» και του Αυτοκρατορικού Λυκείου της πόλης (Lycée Impérial de Salonique), μετέβη στη Γαλλία όπου φοίτησε στο φημισμένο Πανεπιστήμιο της Σορβόνης. Με προτροπή του πατέρα του επέστρεψε το 1898 στη Θεσσαλονίκη όπου ανέλαβε την αρχισυνταξία των προαναφερθέντων εφημερίδων, γράφοντας αμφιλεγόμενα άρθρα ενάντια στο σιωνιστικό ρεύμα της εποχής.
Το 1905 εγκαταστάθηκε στην Αυστρία (Zemlin) όπου ίδρυσε δύο περιοδικά: το «Le Rayon» (Γαλλικά) και το «El Luzero» (Ladino) τα οποία όμως κυκλοφορούσαν μόνον στην Τουρκία. Μετά το κίνημα των Νεότουρκων (1908), επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη αναλαμβάνοντας εκ νέου τη διεύθυνση σύνταξης στις προαναφερθείσες εφημερίδες του πατέρα του. Μετά από την απελευθέρωση της Μακεδονίας (1912), μεταβίβασε τα δικαιώματα των εφημερίδων του και εγκαταστάθηκε αρχικά στη Λωζάνη και αργότερα στο Παρίσι. Στη γαλλική πρωτεύουσα εξέδωσε το περιοδικό «Les cahiers séfardis» (από τις 5 Νοεμβρίου 1946 μέχρι τις 16 Οκτωβρίου 1949), όπου δημοσιεύθηκαν μελέτες οικονομικού, κοινωνικού και ιστορικού περιεχομένου που αφορούσαν τις εβραϊκές κοινότητες της Εγγύς Ανατολής. Απεβίωσε στο Παρίσι το 1959 [4].
Όπως ήδη προαναφέρθηκε, ο Sam Lèvy βρισκόταν στο Παρίσι κατά την έναρξη του Ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897. Με προτροπή του πατέρα του ήρθε στην Ελλάδα ως ειδικός απεσταλμένος της εφημερίδος «Journal de Salonique». Επισκέφθηκε την Αθήνα, στέλνοντας ανταποκρίσεις για την προετοιμασία του ελληνικού στρατού [5], ενώ στις 22 Απριλίου, έχοντας εξασφαλίσει αυτοκρατορική άδεια, αναχώρησε για την Ελασσόνα με σκοπό να παρακολουθήσει από κοντά τις επιχειρήσεις των Οθωμανών [6]. Οι ανταποκρίσεις του από το μέτωπο χαρακτηρίζονται ως ένα κράμα ταξιδιωτικής λογοτεχνίας και πολεμικού ρεπορτάζ. Στη Λάρισα βρέθηκε πέντε φορές μεταξύ της 28ης Απριλίου και της 21ης Μαΐου. Στη συνέχεια επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη (26 Μαΐου 1897), απ’ όπου αναχώρησε για το Παρίσι με το Orient Express.
Στη συνέχεια παραθέτουμε αποσπάσματα από τις ανταποκρίσεις του, που αφορούν κατά κύριο λόγο τον Τύρναβο και τη Λάρισα.
[…] Όταν αναχώρησα από τη Θεσσαλονίκη, αισθάνθηκα ότι μεταξύ των κατοίκων επικρατούσε μία ιδιαίτερη ανησυχία. Το βράδυ της ίδιας ημέρας κυκλοφόρησαν κάποιες φήμες ότι η Λάρισα «έπεσε» […]. Ο Ενβέρ βέης μετά από την είσοδο του οθωμανικού στρατού στη Λάρισα, προήχθη σε συνταγματάρχη και του απονεμήθηκε το παράσημο «Μετζητιέ» δευτέρας κλάσεως […]. Αμέσως μετά από την άφιξή μου στον Τύρναβο, επισκέφθηκα τις οχυρώσεις της πόλης. Είχαν εντελώς καταστραφεί από τα αυτοκρατορικά στρατεύματα. Κάνοντας μία βόλτα στις συνοικίες του Τυρνάβου, διαπίστωσα ότι εφαρμόστηκαν πλήρως οι εντολές και οι οδηγίες που είχαν εκδοθεί από το γενικό στρατηγείο και που αφορούσαν την προστασία τις κινητής και ακίνητης περιουσίας των κατοίκων και την περιφρούρηση από τις στρατιωτικές αρχές, όλων των εμπορευμάτων που βρισκόταν στα καταστήματα της πόλης. Εδώ επιβεβαιώσαμε πλέον και επίσημα την κατάληψη της Λάρισας και αμέσως τηλεγράφησα στην εφημερίδα […].
[Λάρισα, 2 Μαΐου 1897]. Χάρη στις ευγενικές προσπάθειες του συνταγματάρχη Ενβέρ βέη επιτέλους τακτοποιήθηκα άνετα στην πόλη. Πρέπει να συντελέστηκε κάποιο «θαύμα» αφού αυτή τη στιγμή κάθομαι σε μία καρέκλα έχοντας μπροστά μου ένα τραπέζι επάνω στο οποίο άπλωσα τα χαρτιά μου για να γράψω την ανταπόκριση για την εφημερίδα μου. Μέσα σ’ αυτό το δωμάτιο του ξενοδοχείου «Όλυμπος» στο οποίο κατέλυσα, ανακάλυψα σπουδαία πράγματα: Ένα σιδερένιο κρεβάτι, ένα στρώμα με σεντόνια, ένα μαξιλάρι, μία κουβέρτα και δεν ξέρω πόσα ακόμα! Αα!! Επίσης ένας νιπτήρας πάνω στον οποίο υπήρχε ένα ποτήρι από πραγματικό γυαλί. Τι ευτυχία!!! […][7].

«Η Λάρισα μου δημιούργησε μία εντύπωση λιγότερο άσχημη απ’ ό,τι ο Τύρναβος. Επειδή ήμουν ο πρώτος από τους πολεμικούς ανταποκριτές που περπάτησαν στους δρόμους του Τυρνάβου, διαπίστωσα ότι η τελευταία, ήταν μία πόλη έρημη, θλιβερή και εγκαταλειμμένη. Η θλίψη που με κυρίευσε αντικρίζοντας αυτήν την εικόνα ήταν οδυνηρή και συγκινήθηκα αφάνταστα. Εδώ στη Λάρισα, τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά. Ίσως αυτό να οφείλεται στο ότι έφθασα σχετικά καθυστερημένα. Η πόλη είχε ήδη στρατιωτικοποιηθεί και οι μετακινήσεις των στρατευμάτων είχαν σχεδόν ολοκληρωθεί. Εξάλλου και οι περισσότεροι από τους κατοίκους δεν είχαν αναχωρήσει από την πόλη. Μπορεί ωστόσο να έφυγαν αρκετοί από τους Χριστιανούς, αλλά στην Λάρισα είχαν παραμείνει όλοι σχεδόν οι Μουσουλμάνοι και οι Ισραηλίτες. Επιπλέον είχαν παραμείνει και όλοι οι ξένοι επισκέπτες και εμπορευόμενοι, εις τρόπον ώστε, η κίνηση στους δρόμους να είναι εξαιρετική […]. Θα επιθυμούσα όμως να αναφερθώ εκ των υστέρων, σε κάποια γεγονότα που συνέβησαν πριν από την κατάληψη της Λάρισας.

Οι κάτοικοι των χωριών γύρω από τη Λάρισα, εμπιστεύονταν την ενημέρωσή τους για τις εξελίξεις, στις Αθηναϊκές εφημερίδες, που στα πρωτοσέλιδά τους αναφέρονταν στις νίκες του Ελληνικού στρατού σε όλο το μήκος της μεθορίου. Μετά όμως από τις 24 Απριλίου τα πρωτοσέλιδα ήταν διαφορετικά. Το Σάββατο το πρωί, ο διάδοχος Κωνσταντίνος εγκατέλειψε τη Λάρισα με προορισμό τον Βόλο. Την ίδια στιγμή οι επικεφαλής Έλληνες αξιωματικοί προέτρεπαν τους άνδρες τους να τραπούν σε φυγή. Αυτή η υποχώρηση, η άτακτη φυγή, είχε αξιοθρήνητες συνέπειες. Τα τραίνα που είχαν δρομολογηθεί για την απομάκρυνση των γυναικών και των παιδιών από την πόλη, καταλήφθηκαν ξαφνικά και με προσβλητικό τρόπο από τους στρατιωτικούς. Η κατάσταση αυτή εξόργισε τους Ιταλούς εθελοντές οι οποίοι ζητούσαν με τη σειρά τους να απομακρυνθούν από την πόλη. Δημιουργήθηκε ένταση και δεν άργησε να ξεσπάσει συμπλοκή μεταξύ των Ελλήνων στρατιωτών και των Ιταλών εθελοντών, που είχε ως αποτέλεσμα τον θανάσιμο τραυματισμό δύο παιδιών και τον τραυματισμό πολλών άλλων αμάχων που ποδοπατήθηκαν. Επακολούθησε ο πανικός και το χάος, που δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να αποτυπωθούν στα γραφόμενά μου.

Λίγο μετά από την έναρξη του πολέμου, ο μουσουλμανικός πληθυσμός της Λάρισας πέρασε δύσκολες στιγμές. Δεν γνωρίζω από πού δόθηκε η εντολή στους Χριστιανούς κατοίκους της πόλης, να διακόψουν κάθε συναλλαγή και κάθε επικοινωνία με τους Λαρισαίους Οθωμανούς. Αυτό φόβισε κατά κάποιον τρόπο τους τελευταίους, που αποφάσισαν να κλεισθούν στα σπίτια τους και να μην κυκλοφορούν στους δρόμους. Όποιον Χριστιανό έβλεπαν οι Έλληνες στρατιώτες να κάνει παρέα ή να συνομιλεί με κάποιον Οθωμανό, αμέσως τον θεωρούσαν κατάσκοπο και τον συλλάμβαναν, με όλες τις συνέπειες που θα μπορούσε να αποφέρει το γεγονός αυτό.

Το Σάββατο όμως το πρωί συνέβη και ένα άλλο γεγονός. Οι πόρτες των φυλακών άνοιξαν και απελευθερώθηκαν όλοι οι φυλακισμένοι, ακόμα και οι καταδικασθέντες για επαχθή εγκλήματα. Η κατάσταση που δημιουργήθηκε μόνον ως αξιοθρήνητη μπορεί να χαρακτηρισθεί. Οι πρώην κρατούμενοι προέβησαν σε λεηλασίες καταστημάτων και κατοικιών. Ό,τι μπορούσαν να πάρουν μαζί τους το έπαιρναν, όλα τα άλλα τα έσπαζαν ή τα πυρπολούσαν. Ειδικά η κατάσταση ξέφυγε από τα συνηθισμένα όταν εγκατέλειψαν την Λάρισα τα ελληνικά στρατεύματα. Αυτόπτες μάρτυρες που διηγήθηκαν σπαραξικάρδιες ιστορίες. Μία πτωχή μητέρα που παράτησε την τσάντα με τις λιγοστές προμήθειες, για να κρατήσει στην αγκαλιά της το μικρό της μωρό. Έναν ηλικιωμένο που αδυνατούσε να περπατήσει και που εκλιπαρούσε τους δικούς του ανθρώπους να τον αφήσουν εκεί που ήταν και να συνεχίσουν τον δρόμο τους για να σωθούν. Κάποιους Έλληνες που προσπαθώντας να ανυψώσουν το ηθικό των φυγάδων με εμψυχωτικά λόγια, άκουγαν βρισιές, προσβολές και απαξιωτικά σχόλια. Μόνον η παλέτα ενός ζωγράφου θα μπορούσε να αποτυπώσει αυτές τις καυστικές σκηνές.

Ο αριθμός των πυρομαχικών και των όπλων που εγκαταλείφθηκαν στους στρατώνες και σε διάφορα σημεία της Λάρισας, είναι ανυπολόγιστος. Όπως ήδη έχω τηλεγραφήσει στην σύνταξη της εφημερίδος μου, μέχρι στιγμής πολλά κανόνια διαφόρων τύπων έχουν περιέλθει στην κατοχή του τουρκικού στρατού. Ανυπολόγιστος είναι ακόμα ο αριθμός των συσκευασιών υγειονομικού υλικού και πρώτων βοηθειών που εγκαταλείφθηκαν. Αγόρασα με πέντε φράγκα (και κατόπιν εγκρίσεως) ένα υπέροχο όπλο αυστριακής κατασκευής.

Στις 25 Απριλίου ο αυτοκρατορικός στρατός εισήλθε επισήμως στην Λάρισα και έγινε δεκτός με εκδηλώσεις ενθουσιασμού από τους Οθωμανούς της πόλης που είχαν βγει από τα σπίτια τους. Λίγο αργότερα άρχισαν να κάνουν την εμφάνισή τους και οι Ισραηλίτες της πόλης. Προς το σούρουπο άρχισαν να οργώνουν τους δρόμους και τις συνοικίες της Λάρισας περίπολα Τούρκων στρατιωτών. Τα φαινόμενα των λεηλασιών πλέον είχαν εξαφανισθεί. Το εργοστάσιο αεριόφωτος τέθηκε σε λειτουργία και όλη η πόλη φωταγωγήθηκε.

Από το πρωί της επόμενης Δευτέρας η Λάρισα είχε ξαναβρεί τους παλιούς της ρυθμούς. Όλοι οι μηχανισμοί, πολιτικοί και στρατιωτικοί, λειτουργούσαν θαυμάσια. Οι ειδήσεις που έρχονταν από τα θέατρα του πολέμου, ανέφεραν πως ο τουρκικός στρατός προχωρούσε προς τα Φάρσαλα. Ακούστηκε ακόμα (χωρίς να είμαι σε θέση να το επιβεβαιώσω), πως ο ελληνικός στρατός αποσύρθηκε πέρα από τα όρια της παλαιάς μεθορίου.

Σε πολλές περιπτώσεις επισκέφθηκα τις μουσουλμανικές και τις ισραηλιτικές συνοικίες της Λάρισας. Όλοι οι άνθρωποι είναι σε γενικές γραμμές χαρούμενοι που σώθηκαν. Αλλά δεν μπορώ να καταλάβω, από πού πηγάζει η χαρά τους αυτή! Δεν μπορώ να καταλάβω πού θα στηρίξουν αυτοί οι δυστυχισμένοι άνθρωποι την ύπαρξή τους! Για να επιβιώσουν τόσο οι ίδιοι, όσο και οι οικογένειές τους πρέπει να έχουν χρήματα. Αλλά για να έχουν χρήματα θα πρέπει να εργάζονται. Αλλά πού θα εξασφαλίσουν έστω και μία υποτυπώδη εργασία στη Λάρισα του σήμερα; Δεν υπάρχει απολύτως τίποτα και για κανέναν […]. Η Ελλάδα μπήκε σε μία καταστροφική περιπέτεια τα θύματα της οποίας θα είναι πρωτίστως οι πολίτες της» [Journal de Salonique (Θεσσαλονίκη), φ. 151 / 6 Μαΐου 1897].

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1]. Ο παππούς του Bezalel Halevi Ashkenazi ήταν τυπογράφος και εκδότης στο Άμστερνταμ, προτού εγκατασταθεί οριστικά στη Θεσσαλονίκη το 1731.
[2]. Το πρώτο φύλλο κυκλοφόρησε την 1η Νοεμβρίου 1875 και το τελευταίο στις 22 Νοεμβρίου 1911. Ήταν το πιο μακροχρόνιο εβραϊκό περιοδικό που εκδιδόταν στη Θεσσαλονίκη γραμμένο σε γλώσσα Ladino (σε γραφή Rashi). Η εφημερίδα «La Época» ξεκίνησε ως εβδομαδιαία αλλά τα τελευταία χρόνια κυκλοφορούσε πέντε φορές την εβδομάδα.
[3]. Η «Journal de Salonique» (1895-1911) ήταν η μεγαλύτερη σε κυκλοφορία εφημερίδα στη γαλλική γλώσσα σε ολόκληρη την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Μέχρι τα μέσα του 1908 εκδιδόταν δύο φορές την εβδομάδα ενώ την επόμενη χρονιά (1908-1909) κυκλοφορούσε και μέχρι πέντε φορές εβδομαδιαίως.
[4]. Hélène Guillon, «Les ambitions d’un jeune journaliste séfarade: les Carnets intimes de Sam Lévy (1894), futur rédacteur en chef du Journal de Salonique (1895-1911)» Yod (revue des études hébraïques et juives), τ. 11-12 (2006-2007), σ. 271-288.
[5]. «Lettre de Grèce» (Αθήνα 14 Απριλίου 1897), Journal de Salonique (Θεσσαλονίκη), φ. 146 (19 Απριλίου 1897).
[6]. Journal de Salonique (Θεσσαλονίκη), φ. 147 (22 Απριλίου 1897).
[7]. Journal de Salonique (Θεσσαλονίκη), φ. 148 (26 Απριλίου 1897), φ. 149 (29 Απριλίου 1897), φ. 150 (3 Μαΐου 1897) και φ. 151 (6 Μαΐου 1897).

 

Από τον Αλέξανδρο Χ. Γρηγορίου

Πηγή eleftheria.gr

Αν έχετε οποιαδήποτε απορία...

Μη διστάσετε να επικοινωνήσετε μαζί μας. Θα χαρούμε να ακούσουμε νέα σας!!!
Κενταύρων 29, Πλ. Εβραίων Μαρτύρων Κατοχής, 41222, Λάρισα
2410532965
Δε - Πα: 10:00πμ - 14:00μμ